crease
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
crease | creases |
crease (en)
- το τσαλάκωμα, μια ακατάστατη γραμμή που γίνεται σε ύφασμα ή χαρτί όταν διπλώνεται χωρίς προσοχή
- ⮡ The sleeve has a crease in it.
- Το μανίκι έχει ένα τσαλάκωμα.
- ⮡ The sleeve has a crease in it.
- μια καθαρή γραμμή που γίνεται σε κάτι, η τσάκιση στο παντελόνι
- ⮡ pants with a nice crease - παντελόνι με καλή τσάκιση
- η ρυτίδα, η ζάρα στο πρόσωπο
- ⮡ a face with deep creases - ένα πρόσωπο με βαθιές ζάρες
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη wrinkle
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | crease |
γ΄ ενικό ενεστώτα | creases |
αόριστος | creased |
παθητική μετοχή | creased |
ενεργητική μετοχή | creasing |
crease (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τσακίζω, τσαλακώνω, ζαρώνω, κάνω γραμμές σε πανί ή χαρτί διπλώνοντάς το· αναπτύσσω γραμμές με αυτόν τον τρόπο
- ⮡ I am creasing the newspaper in two/four.
- Τσακίζω την εφημερίδα στα δύο/στα τέσσερα.
- ⮡ This material creases easily.
- Αυτό το ύφασμα τσαλακώνει/ζαρώνει εύκολα.
- ⮡ I am creasing the newspaper in two/four.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ζαρώνω, ρυτιδώνω, κάνω γραμμές στο δέρμα· αναπτύσσω γραμμές στο δέρμα
- ⮡ I am creasing my forehead.
- Ζαρώνω το μέτωπό μου.
- ⮡ The old woman’s face creased into a smile.
- Το πρόσωπό της γριάς ζάρωσε σ' ένα χαμόγελο.
- ⮡ I am creasing my forehead.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη wrinkle