courriel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
courriel < courri(er) él(ectronique)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
courriel courriels

courriel (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]