corresponding

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌkɔɹəˈspɑndɪŋ/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

corresponding (en)

  • αντίστοιχος, που αντιστοιχεί
    the corresponding period/date - η αντίστοιχη περίοδος/ημερομηνία
    a corresponding sum - αντίστοιχο ποσό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

corresponding (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]