contraste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
contraste contrastes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

contraste (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
contraste contrastes

contraste (pt) αρσενικό

  1. η αντίθεση