contrainte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
contrainte | contraintes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]contrainte (fr) θηλυκό
- o εξαναγκασμός, το στανιό, o περιορισμός
ενικός | πληθυντικός |
contrainte | contraintes |
contrainte (fr) θηλυκό