consumer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
consumer consumers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
consumer < consume + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

consumer (en)

  • ο καταναλωτής, η καταναλώτρια
    It’s a sales promotion campaign targeting young consumers.
    Είναι εκστρατεία προώθησης πωλήσεων που απευθύνεται σε νεαρούς καταναλωτές.



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
consumer < λατινική consumere, καταστρέφω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ̃.sy.me/
 

consumer (fr) (μεταβατικό)

  1. (λόγιο) εξαντλώ τις δυνάμεις κάποιου
     συνώνυμα: abattre, épuiser, fatiguer, miner, ronger, user
     αντώνυμα: fortifier
  2. (παρωχημένο ή λόγιο) καταναλώνω, ξοδεύω τελείως κάτι (τρόφιμα, χρήματα, κλπ.)
     συνώνυμα: consommer, dissiper
     αντώνυμα: conserver, entretenir
  3. (πιο συνηθισμένο) καταστρέφω με τη φωτιά
     συνώνυμα: anéantir, brûler, calciner, détruire, dévorer, embraser, incendier, ruiner
     αντώνυμα: éteindre

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]