cone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cone | cones |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cone (en)
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cone | cones |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cone (pt) αρσενικό