coleg
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]coleg (ro) αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του coleg
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un coleg | colegul | nişte colegi | colegii |
γενική | a unui coleg | colegului | a unor colegi | colegilor |
δοτική | unui coleg | colegului | unor colegi | colegilor |
αιτιατική | un coleg | colegul | nişte colegi | colegii |
κλητική | — | - | — | - |
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- coleg de clasă/școală: συμμαθητής
- coleg de cameră: συγκάτοικος