cog

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cog (en)

  1. το δόντι ενός γραναζιού, ο τόρμος
  2. το γρανάζι (οδοντωτός τροχός)
     συνώνυμα: cogwheel
  3. προεξοχή, τόρμος
     συνώνυμα: tenon