channel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
channel | channels |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]channel (en)
- (μετρήσιμο) το κανάλι, τηλεοπτικός σταθμός
- ↪ state/private/satellite channel - κρατικό/ιδιωτικό/δορυφορικό κανάλι
- ↪ Which TV channel plays only music?
- Ποιο κανάλι τηλεόρασης παίζει μόνο μουσική;
- ↪ Which channel will show the soccer match?
- Ποιο κανάλι θα δείξει τον ποδοσφαιρικό αγώνα;
- (μετρήσιμο) το κανάλι, ζώνη συχνότητας για τη μετάδοση ραδιοτηλεοπτικού σήματος
- ↪ I don’t get all the channels in the village.
- Στο χωριό δεν πιάνω όλα τα κανάλια.
- ↪ I don’t get all the channels in the village.
- (μετρήσιμο) το κανάλι, μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται επικοινωνία και επαφή
- ↪ Rumors which pass through channels of disinformation.
- Φήμες που περνούν μέσα από τα κανάλια της παραπληροφόρησης.
- ↪ A channel of communication must be found between the new and mature generation.
- Πρέπει να βρεθεί ένα κανάλι επικοινωνίας ανάμεσα στη νέα και στην ώριμη γενιά.
- ↪ Rumors which pass through channels of disinformation.
- (μετρήσιμο) το κανάλι, μέσο με το οποίο μεταδίδονται σήματα, πληροφορίες από τον πομπό στον δέκτη
- ↪ data input-output channel - κανάλι εισόδου-εξόδου δεδομένων
- (μετρήσιμο) το κανάλι, ένα πέρασμα από το οποίο μπορεί να ρέει νερό, ειδικά στο έδαφος, στον πυθμένα ενός ποταμού κτλ.
- (μετρήσιμο) το κανάλι, ένα βαθύ πέρασμα νερού σε ένα ποτάμι ή κοντά στην ακτή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαδρομή για τα πλοία
- (μόνο στον ενικό) the Channel, η Μάγχη
Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- channel στην αγγλική Βικιπαίδεια