catcher

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
catcher < catch + -er

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkætʃ.ə(ɹ)/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

catcher (en)

  1. αυτός που πιάνει κάτι, ο πιάστης
  2. (αθλητισμός) (μπέιζμπολ) ο παίκτης με το γάντι που πιάνει τις μπαλιές που ρίχνει ο pitcher
  3. (αργκό, ΗΠΑ) (παθητικός) ομοφυλόφιλος