casier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
casier casiers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

casier (fr) αρσενικό

  1. η θήκη, το ντουλαπάκι
  2. το μητρώο
  3. η θυρίδα