carefully

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός carefully
συγκριτικός more carefully
υπερθετικός most carefully

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
carefully < careful + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

carefully (en)

  1. προσεκτικά, με πολλή προσοχή ή σκέψη, ώστε να αποφύγω να τραυματιστώ, να βλάψω κάτι ή να κάνω κάτι λάθος
    Drive carefully!
    Να οδηγείς προσεκτικά!
  2. προσεκτικά, με πολλή προσοχή στις λεπτομέρειες
    We must go about this problem very carefully.
    Πρέπει να καταπιαστούμε πολύ προσεχτικά με αυτό το πρόβλημα.