camelo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλικιανά (gl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]camelo (gl)
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]camelo (pt) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) η καμήλα