brush

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
brush brushes

brush (en)

ενεστώτας brush
γ΄ ενικό ενεστώτα brushes
αόριστος brushed
παθητική μετοχή brushed
ενεργητική μετοχή brushing

brush (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]