bocca

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bocca < λατινική bucca

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bocca bocce

bocca (it) θηλυκό