behind

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

behind (en)

  • πίσω, στο μέρος όπου βρίσκεται ή βρέθηκε κάποιος ή κάτι
    ⮡  The other guests had left but he stayed behind.
    Οι άλλοι καλεσμένοι είχαν φύγει αλλά αυτός παρέμεινε πίσω.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
behind behinds

behind (en)

Πρόθεση

[επεξεργασία]

behind (en)

  • πίσω (από), βρίσκεται στο ή προς το πίσω μέρος κάποιου ή κάτι, και συχνά κρύβεται από αυτό
    ⮡  The white mountain is behind this beautiful river.
    Το άσπρο βουνό είναι πίσω από αυτό το όμορφο ποτάμι.
    ⮡  The dog’s shadow is behind it.
    Η σκιά του σκύλου είναι πίσω του.
    ⮡  What’s behind our chest?
    Τι είναι πίσω από το στήθος μας;