beef
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
beef | beefs |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- beef < μέση αγγλική beef < αγγλονορμανδική beof
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]beef (en)
- το βοδινό κρέας
- (αργκό) λεκτική αντιπαράθεση μεταξύ δυο ή περισσοτέρων ατόμων, συνήθως χωρίς τη χρήση υβριστικών χαρακτηρισμών