avvenire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
avvenire < λατινική advenire

avvenire (it)

  1. συμβαίνει, προκύπτει
  2. εμφανίζομε, φτάνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

avvenire (it)

  1. μέλλον
  2. προοπτική