atrocious
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
atrocious (en)
- απάνθρωπος, βάρβαρος
- atrocious mistreatment of prisoners - βάρβαρη/απάνθρωπη (κακο)μεταχείριση των φυλακισμένων
- ≈ συνώνυμα: evil, cruel, monstrous
- πολύ κακός, απαράδεκτος
- τheir taste in clothes is just atrocious