assortiment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
assortiment | assortiments |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]assortiment (fr) αρσενικό
- η ποικιλία
ενικός | πληθυντικός |
assortiment | assortiments |
assortiment (fr) αρσενικό