arched

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός arched
συγκριτικός more arched
υπερθετικός most arched

arched (en)

  • αψιδωτός
    an arched house facade - αψιδωτή πρόσοψη σπιτιού

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

arched (en)