aorta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aorta (en)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- aorta < αρχαία ελληνική ἀορτή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aorta (it) θηλυκό
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aorta (pl) θηλυκό
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aorta (cs) θηλυκό
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ανατομία (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Ανατομία (ιταλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Ανατομία (πολωνικά)
- Τσεχική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τσεχικά)
- Ανατομία (τσεχικά)