amputer
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
- amputer < λατινική amputare, κλαδεύω
- ΔΦΑ : /ɑ̃.py.te/
- ⓘ (βοήθεια·αρχείο)
amputer (fr)
- ακρωτηριάζω, αποκόπτω
- Il a été amputé d'une jambe. Του έκοψαν το πόδι.
- ≈ συνώνυμα: mutiler
- κόβω, αφαιρώ
- On a amputé le film des scènes les plus violentes. Αφαίρεσαν τις πιο βίαιες σκηνές του έργου.
- ≈ συνώνυμα: couper, diminuer, enlever