alimentation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
alimentation | alimentations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]alimentation (fr) θηλυκό
- η διατροφή
- η τροφοδοσία, η σίτιση, ο σιτισμός
ενικός | πληθυντικός |
alimentation | alimentations |
alimentation (fr) θηλυκό