aisé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aisé | aisés |
θηλυκό | aisée | aisées |
Επίθετο
[επεξεργασία]aisé (fr)
Δείτε επίσης : aise |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aisé | aisés |
θηλυκό | aisée | aisées |
aisé (fr)