airship
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
airship | airships |
airship (en)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | airship |
γ΄ ενικό ενεστώτα | airships |
αόριστος | airshipped |
παθητική μετοχή | airshipped |
ενεργητική μετοχή | airshipping |
airship (en)
- (αεροπορικός όρος) μεταφέρω κάτι αεροπορικώς