Ενεργητική φωνή
- Ενεστώτας
- Οριστική: accidō, accidĭs, accidĭt, accidĭmus, accidĭtis, accidunt.
- Υποτακτική: accidăm, accidās, accidăt, accidāmus, accidātis, accidant.
- Προστακτική: -, accide, -, -, accidĭte, -.
- Απαρέμφατο: accidĕre.
- Μετοχή: accidēns, accidēns, accidēns (-ntis).
- Παρατατικός
- Οριστική: accidēbăm, accidebās, accidebăt, accidebāmus, accidebātis, accidebant.
- Υποτακτική: accidĕrĕm, accidĕrēs, accidĕrĕt, accidĕrēmus, accidĕrētis, accidĕrent.
- Μέλλοντας
- Οριστική: accidăm, accidēs, accidĕt, accidēmus, accidētis, accident.
- Υποτακτική: -
- Προστακτική: -, accidĭtō, accidĭtō, -, accidĭtōte, acciduntō.
- Απαρέμφατο: -
- Μετοχή: -
- Παρακείμενος
- Οριστική: accidī, accidīstī, accidĭt, accidĭmus, accidīstis, accidērunt (ή accidēre).
- Υποτακτική: accidĕrĭm, accidĕrĭs, accidĕrĭt, accidĕrĭmus, accidĕrĭtis, accidĕrint.
- Απαρέμφατο: accidisse
- Υπερσυντέλικος
- Οριστική: accidĕram, accidĕrās, accidĕrăt, accidĕrāmus, accidĕrātis, accidĕrant.
- Υποτακτική: accidissĕm, accidissēs, accidissĕt, accidissēmus, accidissētis, accidissent.
- Συντελεσμένος Μέλλοντας
- Οριστική: accidĕro, accidĕrĭs, accidĕrĭt, accidĕrimus, accidĕritis, accidĕrint.
- Γερούνδιο
- accidendi, accidendō, accidendum, accidendo.
- Σουπίνο
- -
|
|