acacia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]acacia (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]acacia (fr)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]acacia (it)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]acacia (la) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | acācia | acāciae |
γενική | acāciae | acāciārum |
δοτική | acāciae | acāciīs |
αιτιατική | acāciam | acāciās |
κλητική | acācia | acāciae |
αφαιρετική | acāciā | acāciīs |
Σαρδηνιακά (sc)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]acacia
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Δέντρα (αγγλικά)
- Φυτά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Δέντρα (γαλλικά)
- Φυτά (γαλλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Δέντρα (ιταλικά)
- Φυτά (ιταλικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Δέντρα (λατινικά)
- Φυτά (λατινικά)
- Λατινικά ουσιαστικά Α κλίσης
- Σαρδηνιακή γλώσσα
- Ουσιαστικά (σαρδηνιακά)
- Δέντρα (σαρδηνιακά)
- Φυτά (σαρδηνιακά)