ablation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ablation ablations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ablation (en)

  1. η αφαίρεση (κάποιου αντικειμένου ή τμήματος)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.bla.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ablation ablations

ablation (fr) θηλυκό

  1. η αφαίρεση (κάποιου αντικειμένου ή τμήματος)