abang

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
abang < μαλαϊκή abang

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abang (id) (πληθυντικός: abang-abang)

  1. μεγαλύτερος αδελφός
  2. προσφώνηση του συζύγου

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
abang < ιαβαϊκή ꦲꦧꦁ [ abang (κόκκινος)]

Επίθετο

[επεξεργασία]

abang (id)



Επίθετο

[επεξεργασία]

abang (jv)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abang (jv)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]
  • ιαβαϊκό αλβάφητο: ꦲꦧꦁ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abang (id)

  1. μεγαλύτερος αδελφός
  2. προσφώνηση προς αδελφό που είναι λίγο μεγαλύτερος στην ηλικία, ενίοτε και προς μεγαλύτερο γιο
  3. προσφώνηση του συζύγου από τη σύζυγο