KO

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
KO, αρχικά του knock out (ρήμα) / knockout (ουσιαστικό)

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

KO (en)

  1. νοκ άουτ (ουσιαστικό)
  2. βγάζω κάποιον νοκ άουτ (ρήμα)