σύνθεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύνθεση | οι | συνθέσεις |
γενική | της | σύνθεσης* | των | συνθέσεων |
αιτιατική | τη | σύνθεση | τις | συνθέσεις |
κλητική | σύνθεση | συνθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύνθεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύνθε(σις) + -ση[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σύνθεση θηλυκό
- ο σχηματισμός συνθετότερων από τον συνδυασμό των απλούστερων
- (γλωσσολογία) ο σχηματισμός μιας νέας λέξης από την ένωση των θεμάτων δύο (ή περισσότερων) άλλων λέξεων
- ※ Σύνθεση compounding. Η γλωσσική διαδικασία με την οποία δημιουργούνται καινούριες λέξεις με τον συνδυασμό δύο ή περισσότερων λεξικών μορφημάτων και του κλιτικού μορφήματος π.χ. ανοιγο-κλείν-ω. Στα νέα ελληνικά μεταξύ των λεξικών μορφημάτων συνήθως παρεμβάλλεται ένα συνδετικό φωνήεν, το οποίο τις περισσότερες φορές είναι το -ο- (ανοιγ-ο-κλείνω). Υπάρχουν τέσσερα είδη συνθέτων […]
- σύνθεση - Λεξικό γλωσσολογικών όρων - Digital PanGloss, όροι στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (2006‑08)
- δείτε και σύνθεση - Γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας που χρησιμοποιούνται στα σχολικά εγχειρίδια. - Digital PanGloss, όροι στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- → δείτε τους όρους συνθετικό, σύνθετο, παραγωγή, πρόθημα και επίθημα
- ※ Σύνθεση compounding. Η γλωσσική διαδικασία με την οποία δημιουργούνται καινούριες λέξεις με τον συνδυασμό δύο ή περισσότερων λεξικών μορφημάτων και του κλιτικού μορφήματος π.χ. ανοιγο-κλείν-ω. Στα νέα ελληνικά μεταξύ των λεξικών μορφημάτων συνήθως παρεμβάλλεται ένα συνδετικό φωνήεν, το οποίο τις περισσότερες φορές είναι το -ο- (ανοιγ-ο-κλείνω). Υπάρχουν τέσσερα είδη συνθέτων […]
- (φιλοσοφία) ο συνδυασμός θέσης και αντίθεσης
- (χημεία) ο σχηματισμός συνθετότερων μορίων μέσα από μια χημική αντίδραση
- ο συνδυασμός πληροφοριών από διάφορες πηγές και η ερμηνεία τους ως σύνολο
- (μουσική) μουσικό έργο
- (παρωχημένο) η μαθητική έκθεση
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η χρήση αντικειμένων που περιέχουν άλλα αντικείμενα ως μέλη δεδομένων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σύνθεση
αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σύνθεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από λεξικά (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)