στρέψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: στέψη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρέψη οι στρέψεις
      γενική της στρέψης* των στρέψεων
    αιτιατική τη στρέψη τις στρέψεις
     κλητική στρέψη στρέψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρέψεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Διακρίνεται ο πρόβολος ατσάλινης δοκού τύπου I-beam επιδεχόμενης στρέψης. Με μπλαβύ χρώμα έχουμε μηδενική απόκλιση κατά τη στρέψη. Η μεταβολή του χρώματος μαρτυρά την ένταση στης στρέψης.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στρέψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρέψις > *στρέπ--σις[1] + -ση< στρέφω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈstɾe.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρέ‐ψη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στρέψη θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στρέφω
     συνώνυμα: στροφή, περιστροφή
  2. (φυσική) η ροπή που ασκείται σ’ ένα σώμα και τείνει να το περιστρέψει γύρω από τον άξονά του καθώς και (κατ’ επέκταση) η ενδεχόμενη παραμόρφωση ή καταπόνηση που εμφανίζεται στο σώμα εξαιτίας δύο αντίθετων δυνάμεων που ασκούνται σ’ αυτό παράλληλα
    Οι δοκιμασίες κοπώσεως σε έναν άξονα ενός στρόβιλου, είτε το ρευστό είναι αέρα (αεριοστρόβιλος) ή το ρευστό είναι υγρό (υδροστρόβιλος), πρέπει να λάβουν υπόψιν τον κίνδυνο στρέψης σε μεγάλες ταχύτητες και να ρυθμίσουν δικλείδες ασφαλείας πέδησης.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. στρέφω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. στρέψηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. στρέψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας