σολιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /soˈʎa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐λιά‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]σολιάζω, αόρ.: σόλιασα, παθ.φωνή: σολιάζομαι, π.αόρ.: σολιάστηκα, μτχ.π.π.: σολιασμένος
- αλλάζω τη σόλα του παπουτσιού μου και βάζω καινούρια
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ασόλιαστος
- μετζεσολιάζω
- ξανασολιάζω
- ξανασόλιασμα
- ξανασολιασμένος
- σόλιασμα
- σολιασμένος
- → δείτε τη λέξη σόλα
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σολιάζω | σόλιαζα | θα σολιάζω | να σολιάζω | σολιάζοντας | |
β' ενικ. | σολιάζεις | σόλιαζες | θα σολιάζεις | να σολιάζεις | σόλιαζε | |
γ' ενικ. | σολιάζει | σόλιαζε | θα σολιάζει | να σολιάζει | ||
α' πληθ. | σολιάζουμε | σολιάζαμε | θα σολιάζουμε | να σολιάζουμε | ||
β' πληθ. | σολιάζετε | σολιάζατε | θα σολιάζετε | να σολιάζετε | σολιάζετε | |
γ' πληθ. | σολιάζουν(ε) | σόλιαζαν σολιάζαν(ε) |
θα σολιάζουν(ε) | να σολιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σόλιασα | θα σολιάσω | να σολιάσω | σολιάσει | ||
β' ενικ. | σόλιασες | θα σολιάσεις | να σολιάσεις | σόλιασε | ||
γ' ενικ. | σόλιασε | θα σολιάσει | να σολιάσει | |||
α' πληθ. | σολιάσαμε | θα σολιάσουμε | να σολιάσουμε | |||
β' πληθ. | σολιάσατε | θα σολιάσετε | να σολιάσετε | σολιάστε | ||
γ' πληθ. | σόλιασαν σολιάσαν(ε) |
θα σολιάσουν(ε) | να σολιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σολιάσει | είχα σολιάσει | θα έχω σολιάσει | να έχω σολιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σολιάσει | είχες σολιάσει | θα έχεις σολιάσει | να έχεις σολιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σολιάσει | είχε σολιάσει | θα έχει σολιάσει | να έχει σολιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σολιάσει | είχαμε σολιάσει | θα έχουμε σολιάσει | να έχουμε σολιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σολιάσει | είχατε σολιάσει | θα έχετε σολιάσει | να έχετε σολιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σολιάσει | είχαν σολιάσει | θα έχουν σολιάσει | να έχουν σολιάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σολιάζω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σολιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας