πια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πια < συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας < πλια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλέα < πληθυντικός αριθμός του πλέον[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ποια
- ομόηχο: ποια
Επίρρημα
[επεξεργασία]πια
- ήδη
- ενισχύει τη σημασία του ρήματος με την έννοια του οριστικού και τελεσίδικου, πλέον
- (σε αρνητική εκφορά)
- ↪ Δε μένουμε πια εδώ.
- (με αναφορά στο μέλλον)
- ↪ Δεν πρέπει πια να λες χυδαία λόγια.
- (σε αρνητική εκφορά)
- τελικά
- («τώρα πια», συχνά επιφωνηματικά)
- ↪ Tώρα πια μεγάλωσαν οι δουλειές μας.
- ↪ Τώρα πια είναι κοντά μας.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ήδη
→ δείτε τη λέξη ήδη |
πλέον
τελικά
→ δείτε τη λέξη τελικά |
τώρα πια
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας