παπάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παπάς | οι | παπάδες |
γενική | του | παπά | των | παπάδων |
αιτιατική | τον | παπά | τους | παπάδες |
κλητική | παπά | παπάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παπάς < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή παπᾶς (τιμητικός τίτλος ιερέων) < αρχαία ελληνική πάππας (μπαμπάς)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paˈpas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐πάς
- ομόηχα: Παπάς, Παππάς
- τονικό παρώνυμο: πάπας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παπάς αρσενικό
- ο ιερέας της χριστιανικής θρησκείας, ο κληρικός
- φιγούρα της τράπουλας, ο ρήγας
- (χωρίς πληθυντικό) παιχνίδι-απάτη με τη φιγούρα του παπά της τράπουλας, όπου ο διοργανωτής (παπατζής) την ανακατεύει με άλλα δύο τραπουλόχαρτα ταχυδακτυλουργικά και ο παίκτης καλείται να μαντέψει ποιο τραπουλόχαρτο είναι ο παπάς
- «εδώ παπάς, εκεί παπάς πού είν' ο παπάς» (κλασσική έκφραση παπατζή για να δημιουργήσει ενδιαφέρον για το παιχνίδι)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- αλλουνού παπά ευαγγέλιο
- εδώ παπάς, εκεί παπάς πού είν' ο παπάς;
- κάνω παπάδες
- με παπά και με κουμπάρο
- μην το πεις ούτε του παπά
- να σου πει ο παπάς στ' αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι
- παίζω τον παπά
- ρίχνει παπάδες
- τα ράσα δεν κάνουν τον παπά
- τρελός παπάς σε βάφτισε
- πάρε τον παπά
Παροιμίες
[επεξεργασία]- αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του
- αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας
- ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς
- παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι
Συγγενικά
[επεξεργασία]
παπα-
|
παπαδ-
|
παπαζ-
|
-παπας
|
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]→ δείτε τις λέξεις ιερέας και πρεσβύτερος
- παπάς, στα Δελτία Γεωργακά του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας.
- παπάς στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ παπάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)