παπάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παπᾶς, πάπας, παπα-, Παπάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παπάς οι παπάδες
      γενική του παπά των παπάδων
    αιτιατική τον παπά τους παπάδες
     κλητική παπά παπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παπάς < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή παπᾶς (τιμητικός τίτλος ιερέων) < αρχαία ελληνική πάππας (μπαμπάς)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paˈpas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐πάς
ομόηχα: Παπάς, Παππάς
τονικό παρώνυμο: πάπας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παπάς αρσενικό

  1. ο ιερέας της χριστιανικής θρησκείας, ο κληρικός
  2. φιγούρα της τράπουλας, ο ρήγας
  3. (χωρίς πληθυντικό) παιχνίδι-απάτη με τη φιγούρα του παπά της τράπουλας, όπου ο διοργανωτής (παπατζής) την ανακατεύει με άλλα δύο τραπουλόχαρτα ταχυδακτυλουργικά και ο παίκτης καλείται να μαντέψει ποιο τραπουλόχαρτο είναι ο παπάς

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

παπα-

παπαδ-

παπαζ-

  • επώνυμα με Παπαζ-

-παπας

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις ιερέας και πρεσβύτερος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. παπάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)