πανέτοιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πανέτοιμος, -η, -ο
- καθ' όλα έτοιμος, έτοιμος από κάθε άποψη
- Οι αθλητές ολοκλήρωσαν την προετοιμασία και αισθάνονται πανέτοιμοι για τον μεγάλο αγώνα.