πακέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πακέτο | τα | πακέτα |
γενική | του | πακέτου | των | πακέτων |
αιτιατική | το | πακέτο | τα | πακέτα |
κλητική | πακέτο | πακέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πακέτο< (άμεσο δάνειο) ιταλική pacchetto (Οι σύγχρονοι όροι τεχνολογίας: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική package. Φαγητό η ποτό που καταναλώνεται έξω από το μαγαζί που αγοράστηκε: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική takeaway)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paˈce.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐κέ‐το
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πακέτο ουδέτερο
- δέμα (π.χ. δώρο) περιτυλιγμένο σε χαρτί
- ⮡ o ταχυδρόμος έφερε ένα πακέτο
- κουτί με τσιγάρα
- ⮡ αγόρασε ένα πακέτο (τσιγάρα)
- (οικονομία) σύνολο προτάσεων προς μελέτη
- ⮡ ο επίτροπος πρότεινε ένα πακέτο για τα μεσογειακά κράτη
- (δίκτυο υπολογιστών) packet: μικρό τμήμα ενός συνόλου δεδομένων που άγεται (μεταφέρεται) από τον ένα κόμβο (node) στον άλλο, σε ένα δίκτυο μεταγωγής πακέτων
- → δείτε τη λέξη μεταγωγή πακέτου (packet switching)
- Δείτε επίσης: πακέτο στη Βικιπαίδεια
- (λογισμικό) package: λογισμικό (software) που έχει προετοιμαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να εγκατασταθεί με έναν διαχειριστή πακέτων (package manager).
- για φαγητό ή ποτό που αγοράζουμε σε κατάστημα, όμως δεν το καταναλώνουμε εκεί, αλλά στο σπίτι μας, στη δουλειά μας ή κάπου αλλού
- → δείτε τις λέξεις τροφοδιανομή και ντελίβερι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- (πληροφορική) διαχειριστής πακέτου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πακέτο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
- Λογισμικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)