λαμπύρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λαμπύρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λαμπυρίζω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη λάμψη