κε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κ.Ε.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κε < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κε ουδέτερο άκλιτο

πα, βου, γα, δη, κε, ζω, νη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



κε ή κεν

  • επικός και ιωνικός τύπος του ἄν
ἀλλ΄ ἴθι μή μ΄ ἐρέθιζε σαώτερος ὥς κε νέηαι (Ομήρου Ιλιάδα, Α32)