κε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κε ουδέτερο άκλιτο
- (βυζαντινή μουσική) ο πέμπτος από τους εφτά φθόγγους της βυζαντινής μουσικής κλίμακας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κε
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Μόριο
[επεξεργασία]κε ή κεν
- επικός και ιωνικός τύπος του ἄν
- ἀλλ΄ ἴθι μή μ΄ ἐρέθιζε σαώτερος ὥς κε νέηαι (Ομήρου Ιλιάδα, Α32)
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Βυζαντινή μουσική (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μόρια (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)