καλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλώ < (καθαρεύουσα) καλῶ < αρχαία ελληνική καλέω / καλῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- < *kl̥h₁- (καλώ)
Προφορά
[επεξεργασία]Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]καλώ
- λέω ή παρακινώ κάποιον να έρθει κάπου, συνήθως σε κλειστό χώρο, ή προτρέπω κάποιον σε μια ενέργεια
- η γραμματέας κάλεσε τον πρώτο υποψήφιο για τη θέση να μπει στο γραφείο για τη συνέντευξη
- οι αφίσες των συνδικάτων καλούσαν τους εργαζόμενους στη γενική απεργία
- ο πρόεδρος του δικαστηρίου είπε στο συνήγορο να καλέσει τον πρώτο μάρτυρα
- μας καλεί το καθήκον
- προσκαλώ κάποιον σε γιορτή, εκδήλωση κλπ
- δεν πήγα στη γιορτή γιατί δε με είχαν καλέσει
- τηλεφωνώ σε κάποιον
- για πληροφορίες, παρακαλούμε καλέστε το 210223344
- (παθητικό) → δείτε τη λέξη καλούμαι
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλώ | καλούσα | θα καλώ | να καλώ | καλώντας | |
β' ενικ. | καλείς | καλούσες | θα καλείς | να καλείς | (κάλει) | |
γ' ενικ. | καλεί | καλούσε | θα καλεί | να καλεί | ||
α' πληθ. | καλούμε | καλούσαμε | θα καλούμε | να καλούμε | ||
β' πληθ. | καλείτε | καλούσατε | θα καλείτε | να καλείτε | καλείτε | |
γ' πληθ. | καλούν(ε) | καλούσαν(ε) | θα καλούν(ε) | να καλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κάλεσα | θα καλέσω | να καλέσω | καλέσει | ||
β' ενικ. | κάλεσες | θα καλέσεις | να καλέσεις | κάλεσε | ||
γ' ενικ. | κάλεσε | θα καλέσει | να καλέσει | |||
α' πληθ. | καλέσαμε | θα καλέσουμε | να καλέσουμε | |||
β' πληθ. | καλέσατε | θα καλέσετε | να καλέσετε | καλέστε | ||
γ' πληθ. | κάλεσαν καλέσαν(ε) |
θα καλέσουν(ε) | να καλέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλέσει | είχα καλέσει | θα έχω καλέσει | να έχω καλέσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλέσει | είχες καλέσει | θα έχεις καλέσει | να έχεις καλέσει | έχε καλεσμένο | |
γ' ενικ. | έχει καλέσει | είχε καλέσει | θα έχει καλέσει | να έχει καλέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλέσει | είχαμε καλέσει | θα έχουμε καλέσει | να έχουμε καλέσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλέσει | είχατε καλέσει | θα έχετε καλέσει | να έχετε καλέσει | έχετε καλεσμένο | |
γ' πληθ. | έχουν καλέσει | είχαν καλέσει | θα έχουν καλέσει | να έχουν καλέσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καλεσμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καλεσμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καλεσμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καλεσμένο |
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Και τα συγγενικά τους:
- ανακαλώ
- αντέγκληση
- αποκαλώ
- εγκαλώ
- έκκληση, εκκλησία
- επίκληση
- μετακαλώ
- ξανακαλώ
- παρακαλώ, θερμοπαρακαλώ
- προκαλώ
- προσκαλώ
- συγκαλώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλώ
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «τελώ»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)