ενδοσυνεννόηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδοσυνεννόηση οι ενδοσυνεννοήσεις
      γενική της ενδοσυνεννόησης* των ενδοσυνεννοήσεων
    αιτιατική την ενδοσυνεννόηση τις ενδοσυνεννοήσεις
     κλητική ενδοσυνεννόηση ενδοσυνεννοήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενδοσυνεννοήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενδοσυνεννόηση < ενδο- + συνεννόηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intercommunication)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ενδοσυνεννόηση θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]