δύω < (διαχρονικό δάνειο ) αρχαία ελληνική δύω
ΔΦΑ : /ˈði.o /
ⓘ (βοήθεια ·αρχείο )
τυπογραφικός συλλαβισμός : δύ‐ο
ομόηχο : δύο
δύω , αόρ . : έδυσα (χωρίς παθητική φωνή )
(για ήλιο , αστέρια ) βυθίζομαι στον ορίζοντα
⮡ ο ήλιος σήμερα θα δύσει στις 7:15.
≈ συνώνυμα : βασιλεύω
≠ αντώνυμα : ανατέλλω
(μεταφορικά ) αφανίζομαι , παρακμάζω , ξεπέφτω
⮡ έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης
≈ συνώνυμα : γέρνω , παρακμάζω , σβήνω
Δείτε και τα παράγωγά τους
και λέξεις σχετικές με το → γδύνω
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα
Ενεστώτας
Παρατατικός
Εξ. Μέλλ.
Υποτακτική
Προστακτική
Μετοχή
α' ενικ.
δύω
έδυα
θα δύω
να δύω
δύοντας
β' ενικ.
δύεις
έδυες
θα δύεις
να δύεις
δύε
γ' ενικ.
δύει
έδυε
θα δύει
να δύει
α' πληθ.
δύουμε
δύαμε
θα δύουμε
να δύουμε
β' πληθ.
δύετε
δύατε
θα δύετε
να δύετε
δύετε
γ' πληθ.
δύουν(ε)
έδυαν δύαν(ε)
θα δύουν(ε)
να δύουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα
Αόριστος
Συνοπτ. Μέλλ.
Υποτακτική
Προστακτική
Απαρέμφατο
α' ενικ.
έδυσα
θα δύσω
να δύσω
δύσει
β' ενικ.
έδυσες
θα δύσεις
να δύσεις
δύσε
γ' ενικ.
έδυσε
θα δύσει
να δύσει
α' πληθ.
δύσαμε
θα δύσουμε
να δύσουμε
β' πληθ.
δύσατε
θα δύσετε
να δύσετε
δύστε
γ' πληθ.
έδυσαν δύσαν(ε)
θα δύσουν(ε)
να δύσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα
Παρακείμενος
Υπερσυντέλικος
Συντελ. Μέλλ.
Υποτακτική
Προστακτική
α' ενικ.
έχω δύσει
είχα δύσει
θα έχω δύσει
να έχω δύσει
β' ενικ.
έχεις δύσει
είχες δύσει
θα έχεις δύσει
να έχεις δύσει
γ' ενικ.
έχει δύσει
είχε δύσει
θα έχει δύσει
να έχει δύσει
α' πληθ.
έχουμε δύσει
είχαμε δύσει
θα έχουμε δύσει
να έχουμε δύσει
β' πληθ.
έχετε δύσει
είχατε δύσει
θα έχετε δύσει
να έχετε δύσει
γ' πληθ.
έχουν δύσει
είχαν δύσει
θα έχουν δύσει
να έχουν δύσει
Αρχικοί χρόνοι
Φωνή Eνεργητική
Φωνή Μέση & Παθητική
Ενεστώτας
δύω
δύομαι
Παρατατικός
ἔδυον
ἐδυόμην
Μέλλοντας
δύσω
δύσομαι & δυθήσομαι
Αόριστος
ἔδυσα
ἐδυσάμην & ἐδύθην
Παρακείμενος
δέδυκα
-δέδυμαι (σε σύνθετα)
Υπερσυντέλικος
ἐδεδύκειν
-εδεδύμην (σε σύνθετα)
Συντελ.Μέλλ.
δεδυκώς ἔσομαι
-
δύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dew
δύω
φθάνω , πηγαίνω μέσα σε κάτι
(για χώρα, τόπο) εισέρχομαι , εισδύω , χώνομαι , βυθίζομαι
(για ρούχα, οπλισμό) ντύνομαι , περιβάλλομαι , φορώ
(για πάθη, παθήματα κ.λπ.) επέρχομαι
απομονώνομαι
Δείτε παράγωγα και σύνθετα:
δύω - ενεργητικοί τύποι
Ενεργητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἔδυον
-
-
-
σύ
ἔδυες
-
-
-
οὖτος
ἔδυε
-
-
-
ἡμεῖς
ἐδύομεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐδύετε
-
-
-
οὗτοι
ἔδυον
-
-
-
Ενεργητικός Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
δύσω
-
δύσοιμι
-
σύ
δύσεις
-
δύσοις
-
οὗτος
δύσει
-
δύσοι
-
ἡμεῖς
δύσομεν
-
δύσοιμεν
-
ὑμεῖς
δύσετε
-
δύσοιτε
-
οὗτοι
δύσουσι(ν)
-
δύσοιεν
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
δύσειν
δύσων
δύσουσα
δῦσον
Ενεργητικός Αόριστος α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἔδυσα
δύσω
δύσαιμι
-
σύ
ἔδυσας
δύσῃς
δύσαις / δύσειας
δῦσον
οὗτος
ἔδυσε
δύσῃ
δύσαι / δύσειεν
δυσάτω
ἡμεῖς
ἐδύσαμεν
δύσωμεν
δύσαιμεν
-
ὑμεῖς
ἐδύσατε
δύσητε
δύσαιτε
δύσατε
οὗτοι
ἔδυσαν
δύσωσι(ν)
δύσαιεν / δύσειαν
δυσάντων / δυσάτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
δῦσαι
δύσας
δύσασα
δῦσαν
Ενεργητικός Παρακείμενος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
δέδυκα
δεδύκω / δεδυκώς , δεδυκυῖα , δεδυκός ὦ
δεδύκοιμι / δεδυκώς , δεδυκυῖα , δεδυκός εἴην
-
σύ
δέδυκας
δεδύκῃς / δεδυκώς , δεδυκυῖα , δεδυκός ᾖς
δεδύκοις / δεδυκώς , δεδυκυῖα , δεδυκός εἴης
δεδυκώς , δεδυκυῖα , δεδυκός ἴσθι
οὗτος
δέδυκε
δεδύκῃ / δεδυκώς , δεδυκυῖα , δεδυκός ᾖ
δεδύκοι / δεδυκώς , δεδυκυῖα , δεδυκός εἴη
δεδυκώς , δεδυκυῖα , δεδυκός ἔστω
ἡμεῖς
δεδύκαμεν
δεδύκωμεν / δεδυκότες , δεδυκυῖαι , δεδυκότα ὦμεν
δεδύκοιμεν / δεδυκότες , δεδυκυῖαι , δεδυκότα εἴημεν/εἶμεν
-
ὑμεῖς
δεδύκατε
δεδύκητε / δεδυκότες , δεδυκυῖαι , δεδυκότα ἦτε
δεδύκοιτε / δεδυκότες , δεδυκυῖαι , δεδυκότα εἴητε/εἶτε
δεδυκότες , δεδυκυῖαι , δεδυκότα ἔστε
οὗτοι
δεδύκασι(ν)
δεδύκωσι(ν) / δεδυκότες , δεδυκυῖαι , δεδυκότα ὦσι(ν)
δεδύκοιεν / δεδυκότες , δεδυκυῖαι , δεδυκότα εἴησαν/εἶεν
δεδυκότες , δεδυκυῖαι , δεδυκότα ἔστων
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
δεδυκέναι
δεδυκώς
δεδυκυῖα
δεδυκός
Ενεργητικός Υπερσυντέλικος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐδεδύκειν
-
-
-
σύ
ἐδεδύκεις
-
-
-
οὖτος
ἐδεδύκει
-
-
-
ἡμεῖς
ἐδεδύκεμεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐδεδύκετε
-
-
-
οὗτοι
ἐδεδύκεσαν
-
-
-
δύομαι
Μέσος / Παθητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐδυόμην
-
-
-
σύ
ἐδύου
-
-
-
οὗτος
ἐδύετο
-
-
-
ἡμεῖς
ἐδυόμεθα
-
-
-
ὑμεῖς
ἐδύεσθε
-
-
-
οὗτοι
ἐδύοντο
-
-
-
Μέσος Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
δύσομαι
-
δυσοίμην
-
σύ
δύσῃ / δύσει
-
δύσοιο
-
οὖτος
δύσεται
-
δύσοιτο
-
ἡμεῖς
δυσόμεθα
-
δυσοίμεθα
-
ὑμεῖς
δύσεσθε
-
δύσοισθε
-
οὗτοι
δύσονται
-
δύσοιντο
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
δύσεσθαι
δυσόμενος
δυσομένη
δυσόμενον
Παθητικός Μέλλοντας α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
δυθήσομαι
-
δυθησοίμην
-
σύ
δυθήσῃ / δυθήσει
-
δυθήσοιο
-
οὖτος
δυθήσεται
-
δυθήσοιτο
-
ἡμεῖς
δυθησόμεθα
-
δυθησοίμεθα
-
ὑμεῖς
δυθήσεσθε
-
δυθήσοισθε
-
οὗτοι
δυθήσονται
-
δυθήσοιντο
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
δυθήσεσθαι
δυθησόμενος
δυθησομένη
δυθησόμενον
Μέσος Αόριστος α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐδυσάμην
δύσωμαι
δυσαίμην
-
σύ
ἐδύσω
δύσῃ
δύσαιο
δῦσαι
οὖτος
ἐδύσατο
δύσηται
δύσαιτο
δυσάσθω
ἡμεῖς
ἐδυσάμεθα
δυσώμεθα
δυσαίμεθα
-
ὑμεῖς
ἐδύσασθε
δύσησθε
δύσαισθε
δύσασθε
οὗτοι
ἐδύσαντο
δύσωνται
δύσαιντο
δυσάσθων / δυσάσθωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
δύσασθαι
δυσάμενος
δυσαμένη
δυσάμενον
Παθητικός Αόριστος α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐδύθην
δυθῶ
δυθείην
-
σύ
ἐδύθης
δυθῇς
δυθείης
δύθητι
οὖτος
ἐδύθη
δυθῇ
δυθείη
δυθήτω
ἡμεῖς
ἐδύθημεν
δυθῶμεν
δυθείημεν / δυθεῖμεν
-
ὑμεῖς
ἐδύθητε
δυθῆτε
δυθείητε / δυθεῖτε
δύθητε
οὗτοι
ἐδύθησαν
δυθῶσι(ν)
δυθείησαν / δυθεῖεν
δυθέντων / δυθήτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
δυθῆναι
δυθείς
δυθεῖσα
δυθέν
Μέσος / Παθητικός Παρακείμενος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
-δέδυμαι
-δεδυμένος ὦ
-δεδυμένος εἴην
-
σύ
-δέδυσαι
-δεδυμένος ᾖς
-δεδυμένος εἴης
-δέδυσο
οὖτος
-δέδυται
-δεδυμένος ᾖ
-δεδυμένος εἴης
-δεδύσθω
ἡμεῖς
-δεδύμεθα
-δεδυμένοι ὦμεν
-δεδυμένοι εἴημεν/εἶμεν
-
ὑμεῖς
-δέδυσθε
-δεδυμένοι ἦτε
-δεδυμένοι εἴητε/εἶτε
-δέδυσθε
οὗτοι
-δέδυνται
-δεδυμένοι ὦσι(ν)
-δεδυμένοι εἴησαν/εἶεν
-δεδύσθων / -δεδύσθωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
-δεδύησθαι
-δεδυμένος
-δεδυμένη
-δεδυμένον
Μέσος / Παθητικός Υπερσυντέλικος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
-εδεδύμην
-
-
-
σύ
-εδέδυσο
-
-
-
οὖτος
-εδέδυτο
-
-
-
ἡμεῖς
-εδεδύμεθα
-
-
-
ὑμεῖς
-εδέδυσθε
-
-
-
οὗτοι
-εδέδυντο
-
-
-
δύω