διαμαρτύρομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαμαρτύρομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαμαρτύρομαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðʝa.maɾˈti.ɾo.me/ & /ði̯a.maɾˈti.ɾo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐μαρ‐τύ‐ρο‐μαι
Ρήμα
[επεξεργασία]διαμαρτύρομαι
- αποδοκιμάζω (έμπρακτα ή με λόγια) κάτι που θεωρώ άδικο και εκφράζω την αντίθεσή μου σ’ αυτό
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη μάρτυρας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαμαρτύρομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- διαμαρτύρομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαμαρτύρομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)