γάμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γάμα < αρχαία ελληνική γάμμα < πρωτοσημιτική *gamal (καμήλα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γάμα ουδέτερο άκλιτο
- το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (γ, κεφαλαίο: Γ)
- μεταφορικά: η ορθή γωνία
- η συμβολή των δοκών ποδοσφαιρικής εστίας
- Έστειλε την μπάλα στο γάμα.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη καμήλα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γράμμα του ελληνικού αλφάβητου
ορθή γωνία
|
συμβολή των δοκών ποδοσφαιρικής εστίας
|
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]γάμα
- β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος γαμώ
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσημιτική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Ελληνικό αλφάβητο