αμνός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αμνός | οι | αμνοί |
γενική | του | αμνού | των | αμνών |
αιτιατική | τον | αμνό | τους | αμνούς |
κλητική | αμνέ | αμνοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμνός < αρχαία ελληνική ἀμνός
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμνός αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) (λόγιο) το αρνί, το μικρό πρόβατο
- το κρέας του σφαγμένου αρνιού
- (μεταφορικά) ο Αμνός του Θεού: ο Χριστός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)