άβαταρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άβαταρ < (άμεσο δάνειο) αγγλική avatar < χίντι अवतार / اوتار (avtār) < σανσκριτική अवतार (avatāra, κάθοδος μιας θεότητας από τον ουρανό) < अव (ava) + √तॄ (√tṝ)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.va.taɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐βα‐ταρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άβαταρ ουδέτερο άκλιτο
- (πληροφορική) εικόνα ή σχέδιο που χρησιμοποιείται από χρήστες διαδικτύου σαν ταυτότητα, εκτός από το όνομα ή ψευδώνυμο που έχουν
- ※ Το 1992, ο συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας Νιλ Στίβενσον επινόησε στο βιβλίο του Snow Crash τον όρο metaverse για να περιγράψει έναν κόσμο εικονικής πραγματικότητας όπου οι άνθρωποι χρησιμοποιούν ψηφιακά άβαταρ (όρος που προέρχεται αρχικά από την ινδουιστική θρησκεία και υποδηλώνει μια οντότητα σε ανθρώπινη μορφή) του εαυτού τους για να εξερευνήσουν αυτόν τον καινούργιο ψηφιακό κόσμο και συχνά για να αποδράσουν από μια δυστοπική πραγματικότητα.
- Παναγιώτης Κριάρης, Η νέα εικονική πραγματικότητα του metaverse, Η Καθημερινή, 23 Ιουλίου 2022
- ※ Το 1992, ο συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας Νιλ Στίβενσον επινόησε στο βιβλίο του Snow Crash τον όρο metaverse για να περιγράψει έναν κόσμο εικονικής πραγματικότητας όπου οι άνθρωποι χρησιμοποιούν ψηφιακά άβαταρ (όρος που προέρχεται αρχικά από την ινδουιστική θρησκεία και υποδηλώνει μια οντότητα σε ανθρώπινη μορφή) του εαυτού τους για να εξερευνήσουν αυτόν τον καινούργιο ψηφιακό κόσμο και συχνά για να αποδράσουν από μια δυστοπική πραγματικότητα.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άβαταρ
|
Πηγές
[επεξεργασία]- άβαταρ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα χίντι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)