étal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
étal étals

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

étal (fr) αρσενικό

  1. το εκθετήριο πλανόδιων μικροπωλητών, ο πάγκος
  2. ο πάγκος ενός κρεοπώλη
  3. (κατ’ επέκταση) η παραγωγή κρέατος

Συγγενικά

[επεξεργασία]