écoutille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
écoutille | écoutilles |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]écoutille (fr) θηλυκό
- (ναυτικός όρος) το κουβούσι
ενικός | πληθυντικός |
écoutille | écoutilles |
écoutille (fr) θηλυκό