écoutille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
écoutille écoutilles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

écoutille (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]